- πόμα
- πόμα1 draught met., of poetry
ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον, Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν N. 3.79
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον, Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν N. 3.79
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πόμα — nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμα — ατος, τὸ, Α 1. βλ. πῶμα (II) 2. το φυτό φοίνιξ* 3. μτφ. άσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο τού πίνω* (πρβλ. ποτός, πόσις) + κατάλ. μα (πρβλ. πῶμα)] … Dictionary of Greek
πόμ' — πόμα , πόμα nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματα — πόμα neut nom/voc/acc pl πόμα masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομάτεσι — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πομάτων — πόμα gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασι — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασιν — πόμα dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόμασσι — πόμα dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματι — πόμα dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόματος — πόμα gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)